καφεστιατόριο

καφεστιατόριο
το
εστιατόριο και καφενείο, κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να παραγγείλει φαγητό ή και να πιει μόνο καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. καφεστιατόριον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καφεστιατόριο — το εστιατόριο και καφενείο μαζί: Θα πίνω τον καφέ μου στο καφεστιατόριο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”